παίρνω χαμπάρι

παίρνω χαμπάρι
adonar-se

Griechisch-Katalanisch Wörterbuch.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • χαμπάρι — και χαμπέρι, το, Ν άκλ. 1. είδηση, νέο («τί χαμπάρια;» τί νέα, τί κάνεις;) 2. φρ. α) «παίρνω χαμπάρι» αντιλαμβάνομαι, παίρνω είδηση, μυρίζομαι β) «δεν έχω χαμπάρι» αγνοώ τελείως γ) «ν ακούσω τα χαμπάρια σου» ή «νά ρθουν τα χαμπάρια σου» (ως… …   Dictionary of Greek

  • χαμπαρίζω — 1. παίρνω χαμπάρι, παίρνω είδηση. 2. καταλαβαίνω, κατανοώ: Κάτι χαμπαρίζω και εγώ από αυτοκίνητα. 3. λογαριάζω, υπολογίζω: Δε χαμπαρίζει κανέναν αυτός ο άνθρωπος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χαμπαρίζω — και χαμπαριάζω Ν [χαμπάρι] 1. αντιλαμβάνομαι, παίρνω είδηση, μυρίζομαι, οσφραίνομαι 2. είμαι γνώστης ενός αντικειμένου («τί χαμπαρίζει αυτός από αγγλικά;») 3. καταλαβαίνω («από όσα μού λες, δεν χαμπαρίζω τίποτε») 4. λαμβάνω ὑπ όψιν μου, υπολογίζω …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”